αναβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβολή οι αναβολές
      γενική της αναβολής των αναβολών
    αιτιατική την αναβολή τις αναβολές
     κλητική αναβολή αναβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβολή < αρχαία ελληνική ἀναβολή

Ουσιαστικό

αναβολή θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία μεταθέτω στο μέλλον μια ενέργεια ή μια υποχρέωση
    η υπόθεση είναι επείγουσα, δε σηκώνει άλλη αναβολή
  2. η αναβολή στράτευσης
    γράφτηκε σε μια σχολή μόνο και μόνο για να πάρει αναβολή

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • από αναβολή σε αναβολή
  • δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει (άλλη) αναβολή/αναβολές
  • ζητώ αναβολή
  • παίρνω αναβολή
  • χωρίς αναβολή/αναβολές

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.