epic

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

epic < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική épique < λατινική epicus < αρχαία ελληνική ἐπικός

Επίθετο

παραθετικά
θετικός epic
συγκριτικός more epic
υπερθετικός most epic

epic (en)

  1. επικός, που έχει σχέση με το έπος
    an epic poem - επική ποίηση
  2. επικός, που συμβαίνει σε μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεπάγεται πολλές δυσκολίες
    epic struggles - επικές αγώνες
  3. (ανεπίσημο) επικός, πολύ καλό ή εντυπωσιακό
    I am listening to an epic song.
    Ακούω ένα επικό τραγούδι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη excellent

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
epic epics

epic (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.