αμετροεπής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμετροεπής | η | αμετροεπής | το | αμετροεπές |
| γενική | του | αμετροεπούς* | της | αμετροεπούς | του | αμετροεπούς |
| αιτιατική | τον | αμετροεπή | την | αμετροεπή | το | αμετροεπές |
| κλητική | αμετροεπή(ς) | αμετροεπής | αμετροεπές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμετροεπείς | οι | αμετροεπείς | τα | αμετροεπή |
| γενική | των | αμετροεπών | των | αμετροεπών | των | αμετροεπών |
| αιτιατική | τους | αμετροεπείς | τις | αμετροεπείς | τα | αμετροεπή |
| κλητική | αμετροεπείς | αμετροεπείς | αμετροεπή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμετροεπής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμετροεπής[1]
Αναφορές
- αμετροεπής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 94.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.