αμετροεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετροεπής η αμετροεπής το αμετροεπές
      γενική του αμετροεπούς* της αμετροεπούς του αμετροεπούς
    αιτιατική τον αμετροεπή την αμετροεπή το αμετροεπές
     κλητική αμετροεπή(ς) αμετροεπής αμετροεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετροεπείς οι αμετροεπείς τα αμετροεπή
      γενική των αμετροεπών των αμετροεπών των αμετροεπών
    αιτιατική τους αμετροεπείς τις αμετροεπείς τα αμετροεπή
     κλητική αμετροεπείς αμετροεπείς αμετροεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμετροεπής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμετροεπής[1]

Επίθετο

αμετροεπής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 94.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.