αισχροέπεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισχροέπεια οι αισχροέπειες
      γενική της αισχροέπειας των αισχροεπειών
    αιτιατική την αισχροέπεια τις αισχροέπειες
     κλητική αισχροέπεια αισχροέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αισχροέπεια < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /es.xɾoˈe.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αισχροέπεια

Ουσιαστικό

αισχροέπεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.