ασυνέπεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυνέπεια | οι | ασυνέπειες |
| γενική | της | ασυνέπειας | των | ασυνεπειών |
| αιτιατική | την | ασυνέπεια | τις | ασυνέπειες |
| κλητική | ασυνέπεια | ασυνέπειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασυνέπεια < ασυνεπ(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inconséquence.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε α- στερητικό + συνέπεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.siˈne.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐νέ‐πει‐α
Ουσιαστικό
ασυνέπεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος ασυνεπής, η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του ασυνεπούς
- ανακολουθία, λογική ανακολουθία· μία τήρηση κανόνα ή άλλης λογικής ρουτίνας/μεθοδολογίας/κανονικότητας
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ασυνέπεια
Αναφορές
- ασυνέπεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.