κομψοέπεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομψοέπεια οι κομψοέπειες
      γενική της κομψοέπειας των κομψοεπειών
    αιτιατική την κομψοέπεια τις κομψοέπειες
     κλητική κομψοέπεια κομψοέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομψοέπεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κομψοέπεια, κομψοεπ(ής) + -εια

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.psoˈe.pi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομψοέπια

Ουσιαστικό

κομψοέπεια θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κομψοέπει αἱ κομψοέπειαι
      γενική τῆς κομψοεπείᾱς τῶν κομψοεπειῶν
      δοτική τῇ κομψοεπεί ταῖς κομψοεπείαις
    αιτιατική τὴν κομψοέπειᾰν τὰς κομψοεπείᾱς
     κλητική ! κομψοέπει κομψοέπειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κομψοεπεί
γεν-δοτ τοῖν  κομψοεπείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομψοέπεια < κομψοεπ(ής) + -εια

Ουσιαστικό

κομψοέπεια θηλυκό

Συνώνυμα

  • κομψολογία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.