ανάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάγω < ἀνάγω < ανά + άγω

Ρήμα

ανάγω

  1. αναβιβάζω
  2. αλλάζω έναν υπολογισμό με έναν ισοδύναμο ή πιο εύκολο, απλούστερο από την αρχική του μορφή
  3. βρίσκω την αιτία για κάτι
  4. προσδιορίζω χρονικά την προέλευση ή την καταγωγή

Συγγενικά

  • ανάγομαι (ξανοίγομαι στο πέλαγος, στο βάθος της θάλασσας)
  • αναγωγή
  • αναγωγικός
  • ανάγωγος (που δύσκολα οδηγείται, πλάθεται σε έναν τροπο διαπαιδαγώγησης)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.