αγώγιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγώγιμος η αγώγιμη το αγώγιμο
      γενική του αγώγιμου της αγώγιμης του αγώγιμου
    αιτιατική τον αγώγιμο την αγώγιμη το αγώγιμο
     κλητική αγώγιμε αγώγιμη αγώγιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγώγιμοι οι αγώγιμες τα αγώγιμα
      γενική των αγώγιμων των αγώγιμων των αγώγιμων
    αιτιατική τους αγώγιμους τις αγώγιμες τα αγώγιμα
     κλητική αγώγιμοι αγώγιμες αγώγιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αγώγιμος < αρχαία ελληνική ἀγώγιμος, ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conductible)
  • για τον νομικό όρο < κατά τον 4ο ορισμό της λέξης αγωγή

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣo.ʝi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγώγιμος

Επίθετο

αγώγιμος, -η, -ο

  1. (φυσική) αυτός που επιτρέπει τη διέλευση ηλεκτρικής ή/και θερμικής ενέργειας
  2. (νομικός όρος) ο υποκείμενος σε ποινική αγωγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.