εξάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξάγω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εξάγω, πρτ.: εξήγα, στ.μέλλ.: θα εξαγάγω, αόρ.: εξήγαγα, παθ.φωνή: εξάγομαι

  1. βγάζω έξω από κάτι
  2. βγάζω έξω από τη χώρα (προϊόντα)
    η επιχείρηση αυτή εξάγει μπανάνες
  3. βγάζω, καταλήγω σε ένα αποτέλεσμα με λογικούς συλλογισμούς ή μαθηματικές πράξεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.