προάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προάγω < αρχαία ελληνική προάγω < πρό + ἄγω

Ρήμα

προάγω και προάγομαι

  1. φροντίζω για την ανάπτυξη μιας σχέσης, συνήθως εμπορικής, πολιτιστικής, διμερούς κ.λπ.
    Με αυτές τις εμπορικές συμφωνίες προάγονται και οι πολιτικές και πολιτισμικές σχέσεις των δύο κρατών
  2. αναβαθμίζω, προωθώ, προβιβάζω
    Προάγεται ένας μαθητής σε μια τάξη του σχολείου/Προάγεται σε διευθυντή ο υποδιευθυντής/Προάγεται σε συνταγματάρχη ο ταγματάρχης κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.