υπάγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπάγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπάγω[1] < ὑπό + ἄγω

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπάγω

Ρήμα 1

υπάγω, πρτ.: υπήγα, στ.μέλλ.: θα υπαγάγω, αόρ.: υπήγαγα, παθ.φωνή: υπάγομαι, π.αόρ.: υπήχθη3o, μτχ.π.π.: υπηγμένος

  • θέτω κάτι κάτω από μια γενικότερη κατηγορία, κατατάσσω σε κατηγορία όπως ιεραρχική βαθμίδα, ταξινομική, διοικητική
    Ο διευθυντής το υπήγαγε αυτό στον τομέα ασφαλιστηρίων (το ενέταξε κάτω από...)
    Αυτό υπάγεται στην διεύθυνση ασφαλιστηρίων
    Υπάγεται στα θηλαστικά, στα μονοκοτυλήδονα κ.λπ.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Ρήμα 2

υπάγω

  • (παρωχημένο) πάω
      παιδικό τραγούδι @snhell Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
    Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς δεν περνάς
    Δεν περνάς κυρά Μαρία. Δεν περνάς περνάς.
    Θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, δεν περνώ
    θα υπάγω εις τους κήπους, δεν περνώ, περνώ.

Εκφράσεις

  • ύπαγε εν ειρήνη - υπάγετε εν ειρήνη
  • ύπαγε οπίσω μου σατανά!

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.