απάγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απάγω < αρχαία ελληνική ἀπάγω < ἀπό + ἄγω
Ρήμα
- με τη χρήση βίας αναγκάζω κάποιον να έρθει μαζί μου σε άλλο τόπο στον οποίο τον κρατάω χωρίς τη θέλησή του, συνήθως για να απαιτήσω χρήματα από άλλους για την απελευθέρωσή του
- ...με αποτέλεσμα να τον απαγάγουν για να ζητήσουν λύτρα
- τον είχαν απαγάγει πέρσι τέτοια εποχή και τώρα τον απήγαγαν για δεύτερη φορά!
- απομακρύνω
- η νέα ψύκτρα απάγει τη θερμότητα ικανοποιητικά
Συγγενικά
Σημειώσεις
Βασικοί χρόνοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.