πασχάλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασχάλιο τα πασχάλια
      γενική του πασχάλιου
& πασχαλίου
των πασχάλιων
& πασχαλίων
    αιτιατική το πασχάλιο τα πασχάλια
     κλητική πασχάλιο πασχάλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασχάλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον, ουδέτερο του πασχάλιος

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈsxa.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πασχάλιο
πληθυντικός: πασχάλια ΔΦΑ : /paˈsxa.li.a/ ή ΔΦΑ : /paˈsxa.ʎa/

Ουσιαστικό

πασχάλιο ουδέτερο

Σημειώσεις

  • το πασχάλιο είναι κοινό μεταξύ νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών ορθόδοξων χριστιανών και διαφορετικό για τους ετερόδοξους χριστιανούς. Η αναφορά του γίνεται κατά δόγμα και έτος, π.χ. ορθόδοξο πασχάλιο του 1960, ή καθολικό πασχάλιο του 2000.

Εκφράσεις

  • έχασε / χάνει τ’ αβγά και τα πασχάλια: δεν ξέρει πώς να φερθεί ή γενικότερα αγνοεί πολλά
     συνώνυμα: τα ’χει χάσει / τα ’χει χαμένα
      Η φράση «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» πολύ συχνά ακούγεται σε παραλλαγή: «έχασε τ’ αβγά και τα πασχάλια». Κανονικά, αυτή η φράση είναι λαθεμένη, συμφυρμός της «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» και της «έχασε τα πασχάλια» που τη λέμε για κάποιον που τα έχει χαμένα, όπως τον παλιό καιρό οι παπάδες που έχαναν τους τυφλοσούρτες τους και δεν ήξεραν πότε πέφτει το Πάσχα. Κι επειδή το Πάσχα είναι δεμένο με τ’ αβγά τα κόκκινα, εύλογο είναι να συμφύρονται οι δυο φράσεις. (sarantakos.wordpress.com)
  • (παρωχημένο) έχασε / χάνει τα πασχάλια
      Γυναίκες, ἀθλητάδες, / παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια, / σὲ ταχτικές ἀράδες / μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς, / καὶ χάνεις τὰ πασχάλια / χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς. (Γεράσιμος Μαρκοράς, Φρονιμάδα)
      Ἀκόμη ὅμως μιὰ δραχμὴ γιὰ τὸν καπνὸ προσθέτει / καὶ χάνουν τὰ πασχάλια των οἱ τόσοι Περικλέτοι. (Γεώργιος Σουρής, Ο θησαυρός της θάλασσας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.