μεταπασχαλινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπασχαλινός η μεταπασχαλινή το μεταπασχαλινό
      γενική του μεταπασχαλινού της μεταπασχαλινής του μεταπασχαλινού
    αιτιατική τον μεταπασχαλινό τη μεταπασχαλινή το μεταπασχαλινό
     κλητική μεταπασχαλινέ μεταπασχαλινή μεταπασχαλινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπασχαλινοί οι μεταπασχαλινές τα μεταπασχαλινά
      γενική των μεταπασχαλινών των μεταπασχαλινών των μεταπασχαλινών
    αιτιατική τους μεταπασχαλινούς τις μεταπασχαλινές τα μεταπασχαλινά
     κλητική μεταπασχαλινοί μεταπασχαλινές μεταπασχαλινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταπασχαλινός < μετα- + πασχαλινός, (περιστασιακή σύνθεση)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.pa.sxa.liˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταπασχαλινός

Επίθετο

μεταπασχαλινός, -ή, -ό

  • που γίνεται ή συμβαίνει μετά το Πάσχα
      Πέντε ταινίες συνθέτουν τον κορμό της μεταπασχαλινής κινηματογραφικής εβδομάδας. (* εφημερίδα Καθημερινή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.