μεταπασχαλινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταπασχαλινός | η | μεταπασχαλινή | το | μεταπασχαλινό |
| γενική | του | μεταπασχαλινού | της | μεταπασχαλινής | του | μεταπασχαλινού |
| αιτιατική | τον | μεταπασχαλινό | τη | μεταπασχαλινή | το | μεταπασχαλινό |
| κλητική | μεταπασχαλινέ | μεταπασχαλινή | μεταπασχαλινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταπασχαλινοί | οι | μεταπασχαλινές | τα | μεταπασχαλινά |
| γενική | των | μεταπασχαλινών | των | μεταπασχαλινών | των | μεταπασχαλινών |
| αιτιατική | τους | μεταπασχαλινούς | τις | μεταπασχαλινές | τα | μεταπασχαλινά |
| κλητική | μεταπασχαλινοί | μεταπασχαλινές | μεταπασχαλινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταπασχαλινός < μετα- + πασχαλινός, (περιστασιακή σύνθεση)
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.pa.sxa.liˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐πα‐σχα‐λι‐νός
Επίθετο
μεταπασχαλινός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
μεταπασχαλινός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.