πασχαλιάτικα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πασχαλιάτικα < πασχαλιάτικος +

Επίρρημα

πασχαλιάτικα

  1. (θρησκεία) την περίοδο του εβραϊκού Πάσχα
  2. ανήμερα της χριστιανικής εορτής της Ανάστασης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πασχαλιάτικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.