Πασχαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πασχαλιά οι Πασχαλιές
      γενική της Πασχαλιάς των Πασχαλιών
    αιτιατική την Πασχαλιά τις Πασχαλιές
     κλητική Πασχαλιά Πασχαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πασχαλιά < μεσαιωνική ελληνική πασχαλία, θηλυκό του πασχάλιος < Πάσχα

Κύριο όνομα

Πασχαλιά θηλυκό

  1. η ημέρα του Πάσχα
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.