αντίπασχα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντίπασχα < μεσαιωνική ελληνική ἀντίπασχα < ἀντί + Πάσχα

Ουσιαστικό

αντίπασχα ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

  • Κυριακή του Θωμά
  • αντίλαμπρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.