πασχαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πασχαλίτσα | οι | πασχαλίτσες |
| γενική | της | πασχαλίτσας | — | |
| αιτιατική | την | πασχαλίτσα | τις | πασχαλίτσες |
| κλητική | πασχαλίτσα | πασχαλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μία πασχαλίτσα (1)
Ετυμολογία
- πασχαλίτσα < πασχαλιά + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
πασχαλίτσα θηλυκό
- (έντομο) είδος εντόμου που ανήκει στην οικογένεια Coccinellidae των σκαθαριών, τάξη κολεόπτερα· έχει κόκκινο χρώμα με μαύρα στίγματα
- ≈ συνώνυμα: λαμπρίτσα
- (φυτό) η πριμούλα
- (οικείο) (θρησκεία) η Θεία Κοινωνία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πάσχα
Μεταφράσεις
πασχαλίτσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.