πασχάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πασχάζω < μεσαιωνική ελληνική πασχάζω < Πάσχα

Ρήμα

πασχάζω

  1. (παρωχημένο) εορτάζω το Πάσχα
      Πάσχασε με την ευχή μου, παιδάκι μου. (Ιάκωβος Πολυλάς Ένα μικρό λάθος [διήγημα])
  2. (παρωχημένο) αρταίνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.