πασχάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πασχάζω < μεσαιωνική ελληνική πασχάζω < Πάσχα
Ρήμα
πασχάζω
- (παρωχημένο) εορτάζω το Πάσχα
- ※ Πάσχασε με την ευχή μου, παιδάκι μου. (Ιάκωβος Πολυλάς Ένα μικρό λάθος [διήγημα])
- (παρωχημένο) αρταίνομαι
Μεταφράσεις
πασχάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.