Λαμπρή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λαμπρή | ||
| γενική | της | Λαμπρής | ||
| αιτιατική | τη | Λαμπρή | ||
| κλητική | Λαμπρή | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λαμπρή < μεσαιωνική ελληνική Λαμπρή < λαμπρός
Μεταφράσεις
Λαμπρή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.