Easter

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
Easter Easters

Ετυμολογία

Easter < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική ēastre < Ēastre < πρωτογερμανική *Austrǭ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈiː.stə/

Κύριο όνομα

Easter (en)

  1. (θρησκεία) παγανιστική εορτή προς τιμήν της θεότητας Eostre ή Ostara που γιορταζόταν την περίοδο της εαρινής ισημερίας ή γενικότερα τον μήνα Απρίλιο
  2. (χριστιανισμός) Πάσχα χριστιανικό (για το εβραϊκό, παρωχημένη χρήση λέξης)
  3. πασχαλινή περίοδος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.