πασχαλιάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασχαλιάτικος η πασχαλιάτικη το πασχαλιάτικο
      γενική του πασχαλιάτικου της πασχαλιάτικης του πασχαλιάτικου
    αιτιατική τον πασχαλιάτικο την πασχαλιάτικη το πασχαλιάτικο
     κλητική πασχαλιάτικε πασχαλιάτικη πασχαλιάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασχαλιάτικοι οι πασχαλιάτικες τα πασχαλιάτικα
      γενική των πασχαλιάτικων των πασχαλιάτικων των πασχαλιάτικων
    αιτιατική τους πασχαλιάτικους τις πασχαλιάτικες τα πασχαλιάτικα
     κλητική πασχαλιάτικοι πασχαλιάτικες πασχαλιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πασχαλιάτικος < πασχαλιά + -άτικος

Επίθετο

πασχαλιάτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.