Λάζαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λάζαρος | οι | Λάζαροι |
| γενική | του | Λάζαρου & Λαζάρου |
των | Λάζαρων & Λαζάρων |
| αιτιατική | τον | Λάζαρο | τους | Λάζαρους & Λαζάρους |
| κλητική | Λάζαρε | Λάζαροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η Ανάσταση του Λαζάρου κατά τον Ρέμπραντ, του Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890)
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Λάζαρος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (θρησκεία) όνομα φίλου του Χριστού, για τον οποίο αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι ο Ιησούς ανέστησε από τον τάφο
- (λαογραφία) το σχετικό τραγούδι που τραγουδούν μικρά κορίτσια το Σάββατο του Λαζάρου
- (λαογραφία) ειδικό ψωμάκι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου, που φτιάχνεται το Σάββατο του Λαζάρου
- (μεταφορικά) άνθρωπος αδύναμος, ταλαιπωρημένος και χλωμός, επειδή είναι άρρωστος ή γενικότερα κακοπαθημένος
- νησίδα των Μικρών Κυκλάδων, νότια του δυτικού άκρου της Κέρου
Συγγενικά
- επώνυμα:
Εκφράσεις
- δεύρο έξω!
- Λάζαρε, δεύρο έξω!
Πολυλεκτικοί όροι
-
Λάζαρος στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Λάζαρος | οἱ | Λάζαροι |
| γενική | τοῦ | Λαζάρου | τῶν | Λαζάρων |
| δοτική | τῷ | Λαζάρῳ | τοῖς | Λαζάροις |
| αιτιατική | τὸν | Λάζαρον | τοὺς | Λαζάρους |
| κλητική ὦ! | Λάζαρε | Λάζαροι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λαζάρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Λαζάροιν | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.