λαζαρικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | λαζαρικά | ||
| γενική | των | λαζαρικών | ||
| αιτιατική | τα | λαζαρικά | ||
| κλητική | λαζαρικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαζαρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαογραφία) το σύνολο των εθίμων των σχετικών με το Σάββατο του Λαζάρου
- Τα έθιμα σχετικά με την Ανάσταση του Λαζάρου λέγονται «λαζαρικά» και από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Λάζαρος
Μεταφράσεις
λαζαρικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.