Λαζαρίδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Λαζαρίδης | οι | Λαζαρίδηδες |
| γενική | του | Λαζαρίδη* | των | Λαζαρίδηδων |
| αιτιατική | τον | Λαζαρίδη | τους | Λαζαρίδηδες |
| κλητική | Λαζαρίδη | Λαζαρίδηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Λαζαρίδου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
Τάκης Λαζαρίδης στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας αντιστασιακός και συγγραφέας
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.