ταλαιπωρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταλαιπωρημένος | η | ταλαιπωρημένη | το | ταλαιπωρημένο |
| γενική | του | ταλαιπωρημένου | της | ταλαιπωρημένης | του | ταλαιπωρημένου |
| αιτιατική | τον | ταλαιπωρημένο | την | ταλαιπωρημένη | το | ταλαιπωρημένο |
| κλητική | ταλαιπωρημένε | ταλαιπωρημένη | ταλαιπωρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταλαιπωρημένοι | οι | ταλαιπωρημένες | τα | ταλαιπωρημένα |
| γενική | των | ταλαιπωρημένων | των | ταλαιπωρημένων | των | ταλαιπωρημένων |
| αιτιατική | τους | ταλαιπωρημένους | τις | ταλαιπωρημένες | τα | ταλαιπωρημένα |
| κλητική | ταλαιπωρημένοι | ταλαιπωρημένες | ταλαιπωρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταλαιπωρημένος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.