Λάζαρο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

Λάζαρο < μεταγραφή για την πορτογαλική Lázaro

Μεταγραφή

Λάζαρο άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Λάζαρος
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), αντίστοιχο με το ελληνικό επώνυμο Λαζάρου


Ετυμολογία 2

Λάζαρο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Λάζαρο αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.