δεύρο έξω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεύρο έξω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεῦρο ἔξω στην Καινή Διαθήκη  δείτε τις λέξεις δεύρο και έξω

Έκφραση

δεύρο έξω

  • Λάζαρε, δεύρο έξω!

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • δεύρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.