Σάββατο του Λαζάρου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σάββατο του Λαζάρου | τα | Σάββατα του Λαζάρου |
| γενική | του | Σαββάτου του Λαζάρου | των | Σαββάτων του Λαζάρου |
| αιτιατική | το | Σάββατο του Λαζάρου | τα | Σάββατα του Λαζάρου |
| κλητική | Σάββατο του Λαζάρου | Σάββατα του Λαζάρου | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
Σάββατο του Λαζάρου ουδέτερο
Μεταφράσεις
Σάββατο του Λαζάρου
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.