λαζάρηδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | λαζάρηδες | ||
| γενική | των | λαζάρηδων | ||
| αιτιατική | τους | λαζάρηδες | ||
| κλητική | λαζάρηδες | |||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαζάρηδες < * Λάζαρης < Λάζαρος
Ουσιαστικό
λαζάρηδες ουδέτερο
- (λαογραφία) ειδικά ψωμάκια πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου, που φτιάχνονται το Σάββατο του Λαζάρου
- Ακόμη, για την ψυχή του Λαζάρου, οι γυναίκες στη Σκύρο και την Κω ζύμωναν το πρωί του Σαββάτου ψωμάκια -τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια»- τα οποία ήταν πλασμένα σε σχήμα ανθρώπου και είχαν μέσα στην ζύμη τους μέλι ή καρύδια ή σταφίδες, ανάλογα με το προϊόν του κάθε τόπου. Σύμφωνα με το έθιμο, όποιος δεν έπλαθε τα «λαζαράκια» δεν θα χόρταινε ψωμί. Μάλιστα, στην Κω συνηθιζόταν οι αρραβωνιασμένες κοπέλες να φτιάχνουν ένα «λαζαράκι» σε μέγεθος βρέφους, το οποίο γέμιζαν με καλούδια για να το στείλουν στον αρραβωνιαστικό τους. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Λάζαρος
Μεταφράσεις
λαζάρηδες
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.