συκομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συκομαντεία οι συκομαντείες
      γενική της συκομαντείας των συκομαντειών
    αιτιατική τη συκομαντεία τις συκομαντείες
     κλητική συκομαντεία συκομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συκομαντεία < συκ(ιά) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

συκομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.