βοτανομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοτανομαντεία οι βοτανομαντείες
      γενική της βοτανομαντείας των βοτανομαντειών
    αιτιατική τη βοτανομαντεία τις βοτανομαντείες
     κλητική βοτανομαντεία βοτανομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βοτανομαντεία < βόταν(ο) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

βοτανομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.