ομφαλομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομφαλομαντεία οι ομφαλομαντείες
      γενική της ομφαλομαντείας των ομφαλομαντειών
    αιτιατική την ομφαλομαντεία τις ομφαλομαντείες
     κλητική ομφαλομαντεία ομφαλομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομφαλομαντεία < ομφαλο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

ομφαλομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.