ουρανομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουρανομαντεία | οι | ουρανομαντείες |
| γενική | της | ουρανομαντείας | των | ουρανομαντειών |
| αιτιατική | την | ουρανομαντεία | τις | ουρανομαντείες |
| κλητική | ουρανομαντεία | ουρανομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ουρανομαντεία θηλυκό
Μεταφράσεις
ουρανομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.