τεφρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεφρομαντεία οι τεφρομαντείες
      γενική της τεφρομαντείας των τεφρομαντειών
    αιτιατική την τεφρομαντεία τις τεφρομαντείες
     κλητική τεφρομαντεία τεφρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεφρομαντεία < τέφρ(α) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

τεφρομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.