κηρομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κηρομαντεία | οι | κηρομαντείες |
| γενική | της | κηρομαντείας | των | κηρομαντειών |
| αιτιατική | την | κηρομαντεία | τις | κηρομαντείες |
| κλητική | κηρομαντεία | κηρομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κηρομαντεία θηλυκό
Μεταφράσεις
κηρομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.