εμπυρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπυρομαντεία οι εμπυρομαντείες
      γενική της εμπυρομαντείας των εμπυρομαντειών
    αιτιατική την εμπυρομαντεία τις εμπυρομαντείες
     κλητική εμπυρομαντεία εμπυρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπυρομαντεία < ελληνιστική κοινή ἐμπυρόμαντις + -εία

Ουσιαστικό

εμπυρομαντεία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.