λιβανομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λιβανομαντεία | οι | λιβανομαντείες |
| γενική | της | λιβανομαντείας | των | λιβανομαντειών |
| αιτιατική | τη | λιβανομαντεία | τις | λιβανομαντείες |
| κλητική | λιβανομαντεία | λιβανομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιβανομαντεία θηλυκό
Μεταφράσεις
λιβανομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.