υδρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομαντεία οι υδρομαντείες
      γενική της υδρομαντείας των υδρομαντειών
    αιτιατική την υδρομαντεία τις υδρομαντείες
     κλητική υδρομαντεία υδρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρομαντεία < υδρο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

υδρομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.