αλευρομαντεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλευρομαντεία | οι | αλευρομαντείες |
| γενική | της | αλευρομαντείας | των | αλευρομαντειών |
| αιτιατική | την | αλευρομαντεία | τις | αλευρομαντείες |
| κλητική | αλευρομαντεία | αλευρομαντείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλευρομαντεία θηλυκό
Μεταφράσεις
αλευρομαντεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.