αλευρομαντεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρομαντεία οι αλευρομαντείες
      γενική της αλευρομαντείας των αλευρομαντειών
    αιτιατική την αλευρομαντεία τις αλευρομαντείες
     κλητική αλευρομαντεία αλευρομαντείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευρομαντεία < αλεύρ(ι) + -ο- + -μαντεία

Ουσιαστικό

αλευρομαντεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.