-άκι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -άκι | τα | -άκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | -άκι | τα | -άκια |
| κλητική | -άκι | -άκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Από την παλαιότερη κλίση σε -ιον λείπουν οι γενικές ενικού -ίου και πληθυντικού -ίων | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- -άκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -άκιν < ελληνιστική κοινή -άκιον (-ακ+-ιον) < αρχαία ελληνική ουσιαστικά σε -ξ (όπως ῥύαξ > ελληνιστικό ῥυάκιον)[1]
Επίθημα
-άκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) επίθημα για το σχηματισμό ουδέτερων
- από ουσιαστικά
- από κύρια θηλυκά ονόματα
- για ονόματα ζώων, δηλώνοντας το μικρό τους
- (μειωτικό) για επαγγέλματα
- δικηγόρος > δικηγοράκι
Παράγωγα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άκι στο Βικιλεξικό
λέξεις που λήγουν σε -άκι που χωρίς υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ετυμολογία 2
- -άκι < γενική ενικού του επιθήματος αρσενικών επωνύμων σε -άκις
Επίθημα
-άκι θηλυκό άκλιτο
Σημειώσεις
- → δείτε -άκης
- Κατηγορία:Γυναικεία επώνυμα με επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
Ετυμολογία 2
- -άκι: κλιτικός τύπος
Αναφορές
- -άκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- -άκι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -άκιον (-ακ+-ιον) με αποβολή του [οn] < αρχαία ελληνική ουσιαστικά σε -ξ (όπως ῥύαξ > ελληνιστικό ῥυάκιον)
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άκι στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άκιν στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
- -ίτζιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.