χελώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χελώνα | οι | χελώνες |
| γενική | της | χελώνας | των | χελώνων |
| αιτιατική | τη | χελώνα | τις | χελώνες |
| κλητική | χελώνα | χελώνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χελώνα < αρχαία ελληνική χελώνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /çeˈlo.na/
Ουσιαστικό

μια χελώνα
χελώνα θηλυκό
- (ζωολογία) αμφίβιο τετράποδο φυτοφάγο ερπετό, του οποίου το σώμα, εκτός από το κεφάλι, τα πόδια και την ουρά, καλύπτεται από ένα όστρακο (που έχει συνήθως λέπια). Βαδίζει αργά, ζει στη θάλασσα ή / και στη στεριά
- Στρατιωτική εντολή άμυνας (Ρωμαϊκός στρατός) για να δημιουργήσουν οι στρατιώτες κέλυφος παρόμοιο της χελώνας με τις ασπίδες τους, προκειμένου να αντικρούσουν τα βέλη που έριχναν ομαδικά οι τοξότες του εχθρού
Συγγενικά
- χελωνίτσα
- χελωνάκι
- χελωνίσιος
- χελωνίδες
Σύνθετα
- θαλασσοχελώνα
- νεροχελώνα
- χελωνοβότανο
- χελωνοειδής
- χελωνοκαύκαλο
- χελωνόστρακο
Μεταφράσεις
χελώνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.