σπανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπανάκι | τα | σπανάκια |
| γενική | του | σπανακιού | των | σπανακιών |
| αιτιατική | το | σπανάκι | τα | σπανάκια |
| κλητική | σπανάκι | σπανάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
το φυτό σπανάκι
Ετυμολογία
- σπανάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπανάκι < μεσαιωνική λατινική spinachii < πληθυντικός του spinachium [1] < περσική سپاناخ (sepanakh)
Ουσιαστικό
σπανάκι ουδέτερο
- (φυτό) φυτό που ζει ένα ή δύο χρόνια που καλλιεργείται για τα εδώδιμα φύλλα του, τα οποία έχουν τριγωγικό σχήμα, βαθυπράσινο χρώμα και λεία επιφάνεια και είναι πλούσια σε σίδηρο και βιταμίνες
- (λαχανικό) τα φύλλα αυτού το φυτού που αγοράζονται φρέσκα, κατεψυγμένα ή σε κονσέρβες και τρώγονται μαγειρεμένα ή ωμά σε σαλάτες
Σύνθετα
- σπανακοκεφτές
- σπανακόπιτα
- σπανακόρυζο
- σπανακοτυρόπιτα
-
σπανάκι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σπανάκι
|
Αναφορές
- σπανάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.