τσανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσανάκι | τα | τσανάκια |
| γενική | του | τσανακιού | των | τσανακιών |
| αιτιατική | το | τσανάκι | τα | τσανάκια |
| κλητική | τσανάκι | τσανάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσανάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çanak + -ι
Συγγενικά
Εκφράσεις
- χωρίζουμε τα τσανάκια μας: για δύο συνεργάτες ή φίλους που σταματούν να συνεργάζονται, να έχουν κάτι κοινό ή για ζευγάρι που χωρίζει
Μεταφράσεις
τσανάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.