σοκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοκάκι τα σοκάκια
      γενική του σοκακιού των σοκακιών
    αιτιατική το σοκάκι τα σοκάκια
     κλητική σοκάκι σοκάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοκάκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سوقاق (sokak), τουρκικά sokak [ < αραβική زقاق (zuqāq) ] +

Ουσιαστικό

σοκάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.