βαρβάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαρβάκι | τα | βαρβάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | βαρβάκι | τα | βαρβάκια |
| κλητική | βαρβάκι | βαρβάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρβάκι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάρβαξ, βαρβακ- + -ι
Ουσιαστικό
βαρβάκι ουδέτερο [1]
Μεταφράσεις
βαρβάκι
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.