-ουδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ουδάκι τα -ουδάκια
      γενική
    αιτιατική το -ουδάκι τα -ουδάκια
     κλητική -ουδάκι -ουδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ουδάκι < ούδ(ι) + -άκι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /uˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ουδάκι

Επίθημα

-ουδάκι ουδέτερο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ουδάκι στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ουδάκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.