-άκιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-άκιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -άκιον (-ακ+-ιον) με αποβολή του [ο] < αρχαία ελληνική ουσιαστικά σε -ξ (όπως ῥύαξ > ελληνιστικό ῥυάκιον)

Επίθημα

-άκιν ουδέτερο

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άκιν στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -άκι στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

  • -ίτζιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.