σκυλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκυλάκι τα σκυλάκια
      γενική
    αιτιατική το σκυλάκι τα σκυλάκια
     κλητική σκυλάκι σκυλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκυλάκια που θηλάζουν
μοβ σκυλάκια

Ετυμολογία

σκυλάκι < υποκοριστικό του σκύλος

Ουσιαστικό

σκυλάκι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) σκύλος μικρός σε ηλικία ή σε σωματική διάπλαση
     συνώνυμα: κουτάβι
  2. (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος χαϊδευτικά
  3. (βοτανική, λουλούδι) είδος καλλωπιστικού φυτού (Antirrhinum majus) του οποίου το άνθος θυμίζει ανοικτό στόμα σκύλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.