-άκις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -άκις | οι | -άκηδες |
| γενική | του | -άκι | των | -άκηδων |
| αιτιατική | τον | -άκι | τους | -άκηδες |
| κλητική | -άκι | -άκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Χατζιδάκις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -άκις < -άκης. Δείτε τις σημειώσεις για τη γραφή με γιώτα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κις
- Κατηγορία:Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -άκις (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.